- Μεμνόνειος
- Μεμνόνειοςthe Steadfastmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μεμνόνειος — και μεμνόνιος, ον (Α) [Μέμνων] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Μέμνονα 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μέμνονα, δηλ. στον όνο 3. (το ουδ. ως κύριο όν.) τὸ Μεμνόν(ε)ιον ναός τού Μέμνονος στην Αίγυπτο 4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ… … Dictionary of Greek
Μεμνόνειοι — Μεμνόνειος the Steadfast masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μεμνόνειον — the Steadfast neut nom/voc/acc sg Μεμνόνειος the Steadfast masc acc sg Μεμνόνειος the Steadfast neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μεμνονείου — Μεμνόνειον the Steadfast neut gen sg Μεμνόνειος the Steadfast masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μεμνόνεια — Μεμνόνειον the Steadfast neut nom/voc/acc pl Μεμνόνειος the Steadfast neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)